Όρχεις
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οι όρχεις (εν. όρχις, γεν. όρχεως) είναι ζεύγος ανδρικών γεννητικών αδένων και μέρος των γεννητικών οργάνων του αρσενικού. Απαντώνται σε όλα τα θηλαστικά και έχουν διττή λειτουργία: την παραγωγή σπερματοζωαρίων και την παραγωγή ανδρικών ορμονών (κυρίως τεστοστερόνης).
[Επεξεργασία] Δομή και λειτουργία
Στα θηλαστικά οι όρχεις είναι εξωτερικοί, κυρίως για λόγους θερμότητας. Τα σπερματοζωάρια παράγονται καλύτερα σε θερμοκρασία χαμηλότερη από αυτήν του σώματος. Βρίσκονται μέσα στο όσχεο και συνδέονται με το υπόλοιπο σώμα μέσω των σπερματικών πόρων (vas deferens). Το ύψος των όρχεων καθορίζεται από τους κρεμαστήρες μυς, οι οποίοι είναι τμήμα των σπερματικών πόρων. Όταν οι μύες συσπώνται, το μήκος του πόρου μικραίνει και οι όρχεις πλησιάζουν στο σώμα. Αυτό μπορεί να συμβεί για να αυξηθεί η θερμοκρασία τους. Αντίθετη διαδικασία ακολουθείται για να μειωθεί η θερμοκρασία τους. Ο μυς επίσης μπορεί να συπάται και λόγω άγχους (οι όρχεις πλησιάζουν στο σώμα για να προστατευθούν από πιθανή επίθεση) και κατά τον οργασμό. Η κίνηση των κρεμαστήρων μυών είναι και ένα από τα ανακλαστικά του σώματος.
Ο κάθε όρχις ζυγίζει 20-30 γρ. και έχει όγκο 15-25 ml. Είναι σύνηθες φαινόμενο ο ένας όρχις να κρέμεται πιο χαμηλά από τον άλλο. Παρ’ όλο που είναι έξω από το σώμα θεωρούνται εσωτερικά όργανα και είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι.
Τα σπερματοζωάρια παράγονται στους όρχεις, κατόπιν ωριμάζουν και αποθηκεύονται στην επιδιδυμίδα και σε περίπτωση ικανού σεξουαλικού ερεθισμού περνούν μέσα από τον προστάτη, ο οποίος με μυϊκούς σπασμούς θα τα εκβάλει μαζί με άλλα υγρά μέσω του πέους (εκσπερμάτωση).
[Επεξεργασία] Κοινωνική σημασία
Οι όρχεις είναι βασικό στοιχείο του ανδρικού αναπαραγωγικού συστήματος, επειδή παράγουν το σπέρμα και την τεστοστερόνη, γι’ αυτό και θεωρούνται καμιά φορά συνώνυμα του ανδρισμού. Η αφαίρεσή τους (ευνουχισμός) ήταν σύνηθες φαινόμενο σε παλαιότερες κοινωνίες (π.χ. Βυζάντιο, Οθωμανική αυτοκρατορία, Κίνα). Ο ευνουχισμός αποσκοπούσε είτε στη δημιουργία πιστών και ακίνδυνων για τις γυναίκες σκλάβων (ευνούχος<εὐνή [κρεβάτι] και ὄχος [<ἔχω = προσέχω], αυτός που προσέχει το κρεβάτι) είτε στη δημιουργία αφοσιωμένων κρατικών υπαλλήλων, που δεν έχουν οικογενειακές υποχρεώσεις να τους αποσπούν.
Έτσι και σήμερα χρησιμοποιώντας την παρεφθαρμένη λ. της αργκό "αρχίδια" μεταφορικά λέμε ότι χρειάζεται να έχει κανείς αρχίδια για να κάνει κάτι εννοώντας ότι χρειάζεται θάρρος, τόλμη.
Λόγω της ιδιαίτερης ευαισθησίας τους θεωρούνται και το αδύνατο σημείο του άντρα και το χτύπημα των όρχεων θεωρείται άνανδρη και άτιμη τεχνική. Στο άθλημα της πυγμαχίας απαγορεύεται οποιοδήποτε χτύπημα του αντιπάλου κάτω από τη ζώνη. Μεταφορικά χρησιμοποιείται ο όρος "χτύπημα κάτω από τη ζώνη" για κάθε ύπουλο χτύπημα. Στην Παλαιά Διαθήκη, στο βιβλίο Δευτερονόμιον, όπου ο Θεός επαναλαμβάνει το νόμο του στους Ισραηλίτες, αναφέρεται ότι, αν σε καβγά δύο ανδρών η γυναίκα του ενός για να τον σώσει πιάσει τον άλλον από τους όρχεις, η τιμωρία της θα είναι να της κοπεί το χέρι:
ἐὰν δὲ μάχωνται ἄνθρωποι [...] καὶ προσέλθη ἡ γυνὴ ἑνὸς αὐτῶν ἐξελέσθαι τὸν ἄνδρα αὐτῆς ἐκ χειρὸς τοῦ τύπτοντος αὐτὸν καὶ ἐκτείνασα τὴν χεῖρα ἐπιλάβηται τῶν διδύμων αὐτοῦ, ἀποκόψεις τὴν χεῖρα αὐτῆς (Δευτ. 25:11, Ο').
Άλλες λέξεις για τους όρχεις είναι τα αρχίδια (αργκό), οι δίδυμοι (αρχ.), παραστάται (βυζαντ.), μήδεα (βυζαντ.), τα αμελέτητα, τα μπαλάκια, τα καρύδια, τα ούμπαλα, η οικογένεια, το μαλακό υπογάστριο, τα κάκαλα.
Οι όρχεις των βοοειδών και των αιγοπροβάτων είναι σε πολλά μέρη του κόσμου φαγώσιμα και στην περίπτωση αυτή αναφέρονται συνήθως με το όνομα αμελέτητα.
Η λέξη χρησιμοποιείται σε διάφορες εκφράσεις όπως "γράφω κάτι ή κάποιον στα αρχίδια μου" (αδιαφορώ για κάποιον ή κάτι, το αγνοώ), "Μου πρήζει τα αρχίδια κάποιος ή κάτι" ή συντετμημένα "Μου τα πρήζει" (με ταλαιπωρεί, με παιδεύει), "Μου σπάει τα αρχίδια" (Με εκνευρίζει, μου σπάει τα΄νεύρα). Ο χαρακτηρισμός "αρχίδι" σε άνθρωπο αναφέρεται σε άνθρωπο ύπουλο και κακό.
- Το άρθρο αυτό στηρίχθηκε για την ανατομία στα αντίστοιχα άρθρα της Αγγλικής και Γερμανικής Βικιπαίδειας