Ξύλο
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
To Ξύλο ή Ξύλωμα όπως είναι γνωστό στη βοτανική ορολογία, είναι ο φυτικός ιστός, η συμπαγής, σκληρή και ινώδης κυτταρική ουσία που αποτελεί κατά κύριο λόγο τον κορμό, τα κλαδιά και τις ρίζες των δένδρων, των θάμνων και γενικότερα, των λεγόμενων ξυλωδών φυτών.
Το ξύλωμα αποτελεί εκείνο το σύστημα με το οποίο μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι ανόργανες ουσίες που απορροφούν οι ρίζες από το έδαφος, ενώ ταυτόχρονα, αποτελεί τον κύριο στηρικτικό ιστό των βλαστών και των ριζών.
[Επεξεργασία] Η έννοια της λέξης Ξύλο στην αρχαία ελληνική γραμματεία
Στην αρχαία γραμματεία η λέξη Ξύλον είχε πολλές σημασίες και τη χρησιμοποιούσαν για να περιγράψει:
- το φορτίο ξυλείας:
-
- "σίτον τ' εκ μεγάρων, επι δε ξύλα πολλά λέγεσθε"
- (Ιλιάδα, 8.507)
-
- "και των τε πλοίων επιτυχούσαι τα πολλά διέφθειραν και ξύλα ναυπηγήσιμα"
- (Θουκ. 7.25.2)
-
- "όκως μεν ήμερη γένοιτο, ξύλα τετράγωνα, επ' ών την διάβασιν εποιεύντο οι Βαβυλώνιοι"
- (Ηροδ. 1.186)
- το δένδρο:
-
- "δασύ πολλοίς και παντοδαποίς και μεγάλοις ξύλοις."
- (Ξενοφ. Ανάβ. 6.4-5)
- το έδρανο του δικαστηρίου:
-
- "έρα τε τούτου του δικάζειν, και στένει ην μη 'πι του πρώτου καθίζηται ξύλου"
- (Αριστοφ. Σφήκες, 90)
- το εμπόριο ξυλείας
-
- "άλλ' ιμάντα μοι δός και ζμινύην: έγώ γαρ ειμ' επι ξύλα"
- (Αριστοφ. Fragments, 402)
- μονάδα μέτρησης μήκους:
-
- "Έστι των μέτρων είδη τάδε: δάκτυλος, ..., διχάς, σπιθαμή, ..., ξύλον, όργυιά, κάλαμος,...και πάντα τά έλάττονα μόρια"
- (Ήρων, Γεωμετρικά, 23.4)
- όργανο διαπόμπευσης:
-
- "Άλλα τούτων χρήν απασών εις τετρημένον ξύλον εγκαθαρμόσαι λαβόντας τουτονί τον αυχένα".
- (Αριστοφ. Λυσιστράτη, 680)
- το όργανο φυλάκισης με τρύπες για τα χέρια και τα πόδια
-
- "Ως γαρ δη εδέδετο εν ξύλω"
- (Ηρόδοτ. 9.37)
- το ρόπαλο:
-
- "τον Ηρακλέα μυθολογούσι δέρμα και ξύλον έχοντα"
- (Πλουτάρχου, Λυκούργος, 30.2)
[Επεξεργασία] Η έννοια της λέξης Ξύλο στη Βίβλο
Στην Παλαιά Διαθήκη, η λέξη ξύλον έχει συχνά την έννοια του δένδρου. Για παράδειγμα, 40 φορές περίπου μέσα στην Πεντάτευχο, σημαίνει δένδρο είτε πραγματικό, είτε ως σύμβολο του δένδρου της ζωής (π.χ. Γεν. 2:17 & 3:22).
Στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα, χρησιμοποιείται με πολλές σημασίες και μπορεί να εννοεί:
- Το λατρευτικό ξύλινο είδωλο:
-
- "και τα είδωλα αυτών, ξύλον και λίθον" (Δευτ. 29:16, βλ. και Ησ. 45:20 ή Σολ. 14:1)
- Το βόσκημα ή τη χλόη ή τα χαμηλά φυτά που περιέχει ένας αγρός:
-
- "συν τω πληρώματι και ξύλον αγρού" (Α' Χρ. 16:32)
- Τη σοδειά, γενικά:
-
- "εντείλωμαι τη ακρίδι καταφαγείν το ξυλον" (Β' Χρ. 7:13)
- Το ξύλινο πλεούμενο σκάφος [του Νώε]
-
- "κατακλυζομένην γήν πάλιν διέσωσε σοφία, δι’ ευτελούς ξύλου τον δίκαιον" (Σολ. 10:4)
- Το όργανο βασανισμού και φυλάκισης που είχε οπές για δέσμευση του τραχήλου και των ποδιών:
-
- "έθετο δε εν ξύλω τον πόδα μου" (Ιώβ 33:11)
- Στην Καινή Διαθήκη, οι έννοιες της λέξης ξύλο που συναντάμε περιλαμβάνουν:
- Μια γενική έννοια του υλικού ξύλου, σε μορφή παροιμίας:
-
- "ότι ει εν τω υγρώ ξύλω ταύτα ποιούσιν, εν τω ξηρώ τι γένηται;", (Λουκ.23:31)
- Το όργανο βασανισμού και φυλάκισης που είχε οπές για δέσμευση του τραχήλου, των χεριών και των ποδιών
-
- "έβαλεν αυτούς εις την εσωτέραν φυλακήν και τους πόδας αυτών ησφαλίσατο εις το ξύλον" (Πράξ. 16:24)
- Το δένδρο με συμβολική έννοια
-
- "φαγείν εκ του ξύλου της ζωής" (Αποκ. 2:7, 22:2 κ.ά.)
- Το ρόπαλο ή ένα ξύλινο αντικείμενο το οποίο μπορεί να έχει διάφορα σχήματα
-
- "μετ' αυτού όχλος πολύς μετά μαχαιρών και ξύλων" (Ματθ. 26:47)
Επίσης, η λέξη ξύλον χρησιμοποιείται στην Καινή Διαθήκη ως συνώνυμο του σταυρού:
- κρεμάσαντες επί ξύλου (Πρ. 5:30 & 10:39)
- τω σώματι αυτού επι το ξύλον (Α' Πέτρ. 2:24)
- καθελόντες από του ξύλου (Πρ. 13:29)