Λουσάτιος πολιτισμός
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Με το όρο Λουσάτιος πολιτισμός εννοούμε εκείνον τον αρχαιολογικό πολιτισμό που αναπτύχθηκε στην ύστερη Εποχή του Χαλκού έως την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (1300 - 500 π.Χ.) στην ανατολική Γερμανία, την Πολωνία την Τσεχία και τη Σλοβακία και τμήματα της Ουκρανίας. Καλύπτει τις περιόδους Montelius III (πρώιμος Λουσάτιος πολιτισμός) έως V του Βορειοευρωπαϊκού σχήματος περιοδολόγησης.
Ο Λουσάτιος πολιτισμός υπήρξε το αποτέλεσμα της ανάπτυξης του πρωτο-Λουσάτιου πολιτισμού και του πολιτισμού Τρκινιέκ υπό την επίδραση του πολιτισμού των Τύμβων της μέσης εποχής του Χαλκού, (Hügelgräberkultur). Είναι σύγχρονος με τον πολιτισμό Ούρνφιλντ (Urnfield) που έφθασε ως την ανατολική Γαλλία μέσω της νότιας Γερμανίας και της Αυστρίας στην Ουγγαρία και της Σκανδιναβικής εποχής του Χαλκού στη νοτιοδυτική Γερμανία και Σκανδιναβία. Τον διαδέχθηκε ο πολιτισμός Μπίλεντορφ (Billendorf) στην εποχή του Σιδήρου της Δύσης. Στην Πολωνία, ο Λουσάτιος πολιτισμός επεκτάθηκε και στην Εποχή του Σιδήρου και τον διαδέχθηκε ο Πομεράνιος πολιτισμός (Pommeranian culture).
Πίνακας περιεχομένων |
[Επεξεργασία] Έθιμα
Ο τρόπος ταφής αυτού του πολιτισμού ήταν η καύση των νεκρών, ενώ οι ενταφιασμοί απαντώνται σπάνια. Η τεφροδόχος (υδρία) συνοδεύεται συνήθως από πολυάριθμα -έως και 40 ακόμα- δευτερεύοντα αγγεία. Τα μεταλικά κτερίσματα είναι σπάνια αλλά υπάρχουν συγκεκριμένα σημεία αποθήκευσης (π.χ. Κοπάνιεβο, της Πομερανίας) πλούσιο σε μεταλικά τέχνεργα, ορειχάλκινα και χρυσά). Οι τάφοι περιέχουν ενίοτε καλούπια, σαν αυτά που βρέθηκαν στο Μπατάουνι ή/και σωλήνες εμφυσήσεως, που επιβεβαιώνουν την παραγωγή ορειχάλκινων εργαλείων και όπλων στο επίπεδο της κοινοτικής βιοτεχνίας. Ο 'βασιλικός τάφος' του Σεντίν (Seddin), στο Βραδεμβούργο της Γερμανίας, περιείχε ορειχάλκινα αγγεία και γυάλινες χάνδρες που μάλλον είχαν εισαχθεί από περιοχές της Μεσογείου. Τα νεκροταφεία αυτού του πολιτισμού ήταν πολύ μεγάλα σε έκταση και περιελάμβαναν χιλιάδες τάφους.
Πολύ γνωστοί οικισμοί είναι επίσης εκείνος του Μπισκούπιν (Biskupin) στην Πολωνία και του Μπουχ κοντά στο Βερολίνο. Οι οικισμοί είναι δύο τύπων: και ανοικτά χωριά και οχυρωμένες (γκορντ-gord) τοποθεσίες στις κορυφές λόφων ή ελώδεις περιοχές. Οι οχυρώσεις κατασκευάζονταν από ξύλινα κουτιά που γεμίζονταν με χώμα ή λίθους.
[Επεξεργασία] Οικονομία
Η οικονομία βασιζόταν κυρίως σε αρόσιμες καλλιέργειες, όπως επιβεβαιώνεται από διάφορους αποθηκευτικούς λάκους. Το σιτάρι και το κριθάρι διαμόρφωναν τις βασικές σοδειές, μαζί με το κεχρί, τη σίκαλη, τη βρώμη, τα μπιζέλια, τα κουκιά και τις φακές. Καλλιεργείτο επίσης λινάρι, ενώ βρέθηκαν υπολείμματα από ήμερα μήλα και μούρα. Οι αγελάδες και οι χοίροι φαίνεται πως ήταν τα σημαντικότερα οικιακά ζώα και ακολουθούσαν τα πρόβατα, οι κατσίκες, τα άλογα και οι σκύλοι. Εικόνες τεφροδόχων από την Σιλεσία μαρτυρούν την χρήση του ίππου και την παρουσία αρμάτων.
Όπως μαρτυρούν τα οστά ελαφιού, αρκούδας, βίσωνα, αλεπούς και λύκου οι κοινωνίες αυτού του πολιτισμού ήταν κυνηγετικές, αλλά το κυνήγι δεν προμήθευε φαίνεται τις απαιτούμενες ποσότητες κρέατος. Τα πολυάριθμα οστά βατράχων που βρέθηκαν στο Μπισκούπιν δείχνουν πως έτρωγαν επίσης και πόδια βατράχου.
Οι αποθηκευτικοί χώροι σε ελώδεις περιοχές θεωρούνται από ορισμένους αρχαιολόγους ως 'δώρα για του θεούς'. Ανθρώπινα οστά που βρέθηκαν σε θυσιαστικούς λάκους βάθους 5μ στο Λόσοβ (Βραδεμβούργο) ίσως δείχνουν προς την κατεύθυσνη των ανθρωποθυσιών και του καννιβαλισμού.
[Επεξεργασία] Ερευνητικό ιστορικό
Τάφοι τύπου 'Lausitz' περιγράφηκαν για πρώτη φορά από τον γερμανό καθηγητή και αρχαιολόγο Ρούντολφ Βίρχοφ (Rudolf Virchow) (1821-1902). Το όνομα αναφέρεται στην περιοχή Λουσατία (Lusatia) της ανατολικής Γερμανίας στο Βραδεμβούργο (Brandenburg), την Σαξονία και την Πολωνία. Ο Βίρχοβ αναγνώρισε την κεραμική ως προ-Γερμανική, αλλά αρνήθηκε να υποθέσει την εθνική ταυτότητα των κατασκευαστών της.
Αρκετοί Τσέχοι συγγραφείς όπως ο Niederle και ο Ćervinka και Πολωνοί, όπως ο Majewski, ο Κοστρέβσκι, (Kostrzewski) και άλλοι πίστευαν ότι οι Λουσάτιοι ήταν πρωτο-Σλάβοι, ενώ ο γερμανός αρχαιολόγος Α. Γκετζ (A. Götze) τους είδε ως Θράκες. Ο G. Kossinna ήταν ο πρώτος που ισχυρίστηκε ότι ήταν Καρπο-Δάκες, μια φυλή που αναφέρεται από τον Ζώσιμο και κατόπιν Ιλλύριοι.
Σήμερα, οι περισσότεροι ερευνητές έχουν κατανοήσει την εναλασσόμενη φύση των εθνικών ομάδων και δεν εμπιστεύονται τις γραπτές μαρτυρίες, ιδιαίτερα όταν αναφέρονται σε γεγονότα της προϊστορίας.
[Επεξεργασία] Προτεινόμενη βιβλιογραφία
- J. M. Coles and A. F. Harding, The Bronze Age in Europe (London 1979).