Σφαγή του Δήλεσι
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Με την έκφραση η "Σφαγή του Δήλεσι" (ή "δράμα του Ωρωπού", όπως επίσης λέγεται) αναφερόμαστε στη σύλληψη και θανάτωση, από τους λήσταρχους Αρβανιτάκηδες, ομάδας Άγγλων και Ιταλών περιηγητών κατά τον Απρίλιο 1870 στο Δήλεσι. Αυτό, ήταν ένα σημαντικό γεγονός της ελληνικής ιστορίας, κυρίως λόγω του αντίκτυπου που είχε στις διπλωματικές σχέσεις ανάμεσα σε Ελλάδα, Αγγλία και Ιταλία (ιδιαίτερα στις δύο πρώτες) και οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης του Θρασύβουλου Ζαΐμη.
[Επεξεργασία] Τα γεγονότα
Η ληστεία βρισκόταν σε έξαρση κατά τη μετεπαναστατική περίοδο, παρ' όλα τα μέτρα που είχαν πάρει οι διάφορες κυβερνήσεις για την εξουδετέρωση της και τα κρούσματα της ήταν συχνά μέχρι και στο δεύτερο μισό τού 19ου αιώνα, απόρροια των πολιτικών ανωμαλιών της εποχής.
Στις 30 Μαρτίου 1870 μια ομάδα Άγγλων περιηγητών και οι γραμματείς της αγγλικής και της ιταλικής πρεσβείας της Αθήνας με συνοδεία ενός Έλληνα ξεναγού και τεσσάρων έφιππων χωροφυλάκων, ξεναγήθηκαν στην ιστορική περιοχή του Μαραθώνα. Καθώς όμως επέστρεφαν στην Αθήνα, δέχτηκαν επίθεση από τη συμμορία των Τάκη και Χρήστου Αρβανιτάκη. Ακολούθησε συμπλοκή όπου σκοτώθηκαν οι δύο από τους συνοδούς χωροφύλακες, και η συμμορία, αφού λήστεψε του ξένους επισκέπτες, τους αιχμαλώτισε και τους οδήγησε σε μια σπηλιά της Πεντέλης. Κατόπιν, άφησαν ελεύθερες τις γυναίκες για να διαβιβάσουν τους όρους τους, σύμφωνα με τους οποίους ζητούσαν το ποσό των 50.000 αγγλικών λιρών και παροχή αμνηστίας.
Ενώ η αγγλική πρεσβεία υποστήριζε την άποψη ότι πρέπει να γίνουν δεκτοί οι όροι των ληστών, ο υπουργός Στρατιωτικών Σούτζος αρνιόταν οποιαδήποτε συζήτηση θεωρώντας ότι η υποχώρηση στις αξιώσεις του Αρβανιτάκη θ' αποτελούσε απαράδεκτο εξευτελισμό για το κράτος. Αυτή η καθυστέρηση της κυβερνητικής απάντησης εξόργισε τους ληστές και ο λόρδος Μάνκαστερ, ένας από τους συλληφθέντες, ζήτησε να του επιτραπεί να επιστρέψει στην Αθήνα ώστε να στείλει στους ληστές το ποσόν τών 25.000 λιρών και να φροντίσει για τη χορήγηση αμνηστίας.
Η ελληνική κυβέρνηση απέρριψε αυτούς τους όρους και απέστειλε στρατιωτικό απόσπασμα για να καταδιώξει τους ληστές, οι οποίοι διέφυγαν προς τη βορεινή πλευρά της Πάρνηθας και έφτασαν στον Ωρωπό. Με τη σειρά τους ζήτησαν την αποχώρησή του αποσπάσματος, απειλώντας πως σε αντίθετη περίπτωση θα δολοφονούσαν τους αιχμαλώτους. Η ανεπιτυχής κατάληξη των διαπραγματεύσεων είχε ως αποτέλεσμα τη θανάτωση τεσσάρων αιχμαλώτων από τους ληστές, ενώ στη συμπλοκή που ακολούθησε κοντά στο χωριό Δήλεσι, σκοτώθηκαν και δέκα στρατιώτες.
Οι ληστές τελικά κατόρθωσαν να διαφύγουν, και οι συνέπειες υπήρξαν βαριές. Ο φόνος των τεσσάρων περιηγητών από τη συμμορία του Αρβανιτάκη δημιούργησε σοβαρό διπλωματικό επεισόδιο. Ο υπουργός εσωτερικών αναγκάστηκε να παραιτηθεί στις 9 Ιουλίου 1870 και το ελληνικό κράτος υποχρεώθηκε από την Αγγλία και την Ιταλία να αποζημιώσει τις οικογένειες των θυμάτων καταβάλοντας σε κάθε οικογένεια θύματος από 22.000 λίρες, να αποδώσει τιμές στους νεκρούς και να εκφράσει επίσημα τη λύπη της στις κυβερνήσεις των κρατών αυτών.
Στον ευρωπαϊκό Τύπο η Ελλάδα αναφερόταν ως "φωλέα ληστών και πειρατών", "χώρα ημιβαρβάρων", "εντροπή δια τον πολιτισμόν". Σε επίσημα κείμενα διατυπωνόταν η άποψη ότι η Ελλάδα "τίθεται εκτός του κύκλου των εξευγενισμένων κρατών" και ότι "αι ληστείαι συμφωνούνται εν Αθήναις, ένθα και διανέμονται τα χρήματα". Η Αγγλία εκμεταλλεύθηκε το γεγονός και η αγγλική κυβέρνηση στη Βουλή χαρακτήριζε την ελληνική κοινωνία ανάξια για οποιαδήποτε υποστήριξη.
Η "Σφαγή του Δήλεσι" ήταν ένα τα πιο θλιβερά γεγονότα της περιόδου, όχι μόνο γιατί στοίχισε στο ελληνικό κράτος αρκετά εκατομμύρια δραχμές αλλά και επειδή εξαιτίας της καταρρακώθηκε διεθνώς το κύρος της χώρας.