Μητροπολίτης
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βαθμοί Ιεροσύνης |
---|
Πρεσβύτερος Επίσκοπος |
Στην Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία ο κληρικός που διοικεί μία μητροπολιτική περιφέρεια ονομάζεται Μητροπολίτης. Ο βαθμός ιεροσύνης που οφείλει να κατέχει κάποιος ως Μητροπολίτης είναι αυτός του επισκόπου. Κατά τον εκκλησιαστικό συγγραφέα Γαβριήλ Φιλαδελφείας στο έργο του "Περί ιερωσύνης", Μητροπολίτης καλείται ο επίσκοπος "δια τι είναι ως μήτηρ της πόλεώς του". Η μητροπολιτική περιφέρεια ως έδρα του έχει υπόσταση, είναι δηλαδή ποιμαντικά ενεργός σε μία συγκεκριμένη πληθυσμιακή μερίδα.
Εκλέγεται από κανονική Σύνοδο Ιεραρχών τοπικής Εκκλησίας και ενθρονίζεται στην επαρχία του. Κάθε Μητροπολίτης τυγχάνει ισόβιος και αναπληρώνεται μόνο σε περίπτωση έγκυρα διαπιστωμένης ασθένειας, που τον εμποδίζει να ασκεί πλήρως τα καθήκοντά του. Υπόκειται στην εκκλησιαστική δικαιοσύνη για νομοκανονικά παραπτώματα και δικάζεται από ομοίους του στο βαθμό αρχιερείς. Η προσφώνηση του Μητροπολίτη είναι Σεβασμιώτατος εκτός από την περίπτωση όπου τον προσφωνεί ο Οικουμενικός Πατριάρχης οπότε τον αποκαλεί Ιερώτατο. Επίσης, ο εκάστοτε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, εντός των ορίων της Μητρόπολής του, προσφωνείται Παναγιώτατος.
Τιτουλάριος Μητροπολίτης καλείται ο Μητροπολίτης που κατέχει τυπική έδρα. Ο τίτλος είναι τιμητικός και αναφέρεται σε "πάλαι ποτέ διαλάμψασα" Μητρόπολη. Στην εκκλησιαστική ορολογία αυτές οι Μητροπόλεις αποκαλούνται "εμπερίστατες", δηλαδή υφίστανται τυπικά διότι έπειτα από κάποιο χρονικό διάστημα είναι πιθανόν να επαναποκτήσουν χριστιανικό πληθυσμό (ποίμνιο).