Δίγαμμα
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το δίγαμμα (Ϝ) είναι το έκτο γράμμα του αρχαίου ελληνικού αλφαβήτου (ετυμολογία: δις + γάμμα – διττό, διπλό, δύο φορές γάμμα ή γάμα). Την ονομασία του οφείλει στο σχήμα του (δύο κεφαλαία γάμμα). Η φωνητική αξία του ήταν ένας ασθενής διχειλικός συμφωνικός φθόγγος, που πλησίαζε τον ήχο του σημερινού ελληνικού β. Η ασθενής αρθρωσή του ήταν και ο λόγος της βαθμιαίας σίγησης και πλήρους τελικά αποβολής του από την ελληνική γλώσσα. Πρώτοι από τους αρχαίους Έλληνες έπαψαν να προφέρουν το δίγαμμα οι Ίωνες και οι Αττικοί. Στη Λακωνική διάλεκτο το δίγαμμα διατηρήθηκε ως τον 2ο π.Χ. αιώνα. Σε άλλες λέξεις αποδόθηκε με τη δίφθογγο ου, τα γράμματα υ, β, φ και τη δασεία, που πλέον χρησιμοποιείται μόνο στο πολυτονικό σύστημα γραφής, (λ.χ. Fορώ - ὁρῶ), σε άλλες πάλι έχει εκπέσει και χαθεί (λ.χ. Ϝοίνος - οἶνος).
Την ύπαρξη του διγάμματος στον Όμηρο κατέδειξε ο άγγλος φιλόλογος Bentley, εξηγώντας πλήθος μετρικών ανωμαλιών και χασμωδιών στη γλώσσα των ομηρικών επών, που οφείλονταν στην απουσία του γράμματος κατα τη καταγραφή των επών με το κλασσικό ευκλείδιο αλφάβητο των 24 γραμμάτων ( σε χρήση από το 403 π.Χ μέχρι σήμερα) που δέν περιείχε πλέον το δίγαμμα το κόππα και το σαμπί.
Στην Τσακωνική γλώσσα ακούγονται μέχρι και σήμερα σε ορισμένες λέξεις απομεινάρια του αρχαίου αυτού φθόγγου.
Στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης το δίγαμμα χρησιμοποιείται με την αριθμητική του μορφή που ονομάζεται και στίγμα: (ς',στ'), επειδή μοιάζει με το συνδιασμό των γραμμάτων σίγμα και ταυ, για να δηλώσει τον αριθμό 6.