Γ' Σταυροφορία
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σταυροφορίες |
Α' Σταυροφορία |
Β' Σταυροφορία |
Γ' Σταυροφορία |
Δ' Σταυροφορία |
Ε' Σταυροφορία |
ΣΤ' Σταυροφορία |
Ζ' Σταυροφορία |
Τελευταίες Σταυροφορίες |
Η Γ' Σταυροφορία (1189-1192) ήταν η απάντηση της Δυτικής Χριστιανοσύνης στην αντεπίθεση του Ισλάμ στην περιοχή της Παλαιστίνης και της Συρίας εναντίον των σταυροφορικών κρατών.Παρ'όλο που με την Γ' Σταυροφορία άλλαξε το πολιτικό σκηνικό στην ανατολική Μεσόγειο, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί μετά την μάχη του Χαττίν (1187) και τη συντριβή του σταυροφορικού στρατού από τον Σαλαντίν, οι σταυροφόροι απέτυχαν να ανακτήσουν την Ιερουσαλήμ.
Πίνακας περιεχομένων |
[Επεξεργασία] Η κατάσταση στην Ανατολή πριν το 1187
Τα χρόνια πριν το 1187 υπήρξε αύξηση της ισχύος ενός μουσουλμάνου ηγέτη, του Σαλαντίν, που κατάφερε μέχρι το 1186 να ενώσει όλούς τους μουσουλμάνους, από την Αίγυπτο μέχρι την Μεσοποταμία, και να αναδειχθεί στον πιο επικίνδυνο ηγέτη που είχαν να αντιμετωπίσουν οι σταυροφόροι μέχρι τότε. Αντίθετα με την πρωτοφανή σύμπνοια και ενότητα που είχαν οι μουσουλμάνοι, το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ σπαρασσόταν απο εσωτερικές αντιπαλότητες. Ο Βαλδουίνος Δ' πέθανε το 1185. Μην έχοντας εμπιστοσύνη στον επ' αδελφή γαμπρό του, Γκι ντε Λουζινιάν, μετά την άρνησή του να τον βοηθήσει σε μία επίθεση κατά των μουσουλμάνων, είχε ορίσει διάδοχό του τον πεντάχρονο ανηψιό του, τον Βαλδουίνο Ε' το 1183.Ο Βαλδουίνος Ε' ανέβηκε στο θρόνο, αλλά επειδή ήταν ανήλικος ο θείος του πριν πεθάνει όρισε αντιβασιλέα, το Ραϋμόνδο της Τρίπολης.Το 1186, όμως, ο Βαλδουίνος Ε' πέθανε. Ο Ραϋμόνδος προσπάθησε να σταματήσει την άνοδο στο θρόνο της μητέρας του Βαλδουίνου, Σιβύλλας, και του συζύγου της, Γκι ντε Λουζινιάν.Σ'αυτό συμφωνούσαν οι περισσότεροι φεουδάρχες και αξιωματούχοι του βασιλείου. Ο υποψήφιος που πρότεινε για το θρόνο της Ιερουσαλήμ ήταν ο σύζυγος της Ισαβέλλας, αδερφής της Σιβύλλας και του Βαλδουίνου Δ', ο Ονφρουά ντε Τορόν. Η προσπάθεια του Ραϋμόνδου, όμως, δεν απέδωσε. Ο Ονφρουά δήλωσε πίστη στον Γκυ, και αυτό ανάγκασε τους περισσότερους φεουδάρχες να δεχθούν ως βασιλιά τους τον Γκυ. Ο Ραϋμόνδος αποσύρθηκε στην Τρίπολη.
Την ίδια περίοδο ένας από τους σημαντικότερους υποστηρικτές του Γκυ, ο Ραϋνάλδος του Σατιγιόν, κύριος του Κεράκ και παλαιότερα πρίγκηπας της Αντιόχειας, άρχισε να επιτίθεται στα καραβάνια των προσκυνητών που περνούσαν από το Κεράκ προς την Μέκκα και να τα λεηλατεί.Ο Σαλαντίν διαμαρτυρήθηκε και ζήτησε από τον Γκυ να σταματήσει τις επιθέσεις του Ραϋνάλδου και να ελευθερώσει τους αιχμάλωτους προσκυνητές. Ο Γκυ συμφώνησε και διέταξε την απελευθέρωση των αιχμαλώτων, αλλά ο Ραϋνάλδος αρνήθηκε να υπακούσει.Έτσι ξεκίνησε νέα σύγκρουση μεταξύ του Σαλαντίν και των σταυροφόρων.
[Επεξεργασία] Η μάχη του Χαττίν
Στις αρχές του 1187, ο στρατός του Σαλαντίν στρατοπέδευσε στην Τιβεριάδα. Ο Ραϋμόνδος μπροστά στον κίνδυνο μιας νέας μουσουλμανικής επίθεσης συμφιλιώθηκε με τον Γκυ και τον αναγνώρισε σαν βασιλιά. Τότε ο Γκυ αποφάσισε να συγκεντρώσει όλο το σταυροφορικό στρατό και να εκστρατεύσει εναντίον του Σαλαντίν. Ο Ραϋμόνδος προσπάθησε να τον αποτρέψει με το επιχείρημα ότι ο Σαλαντίν αυτό ακριβώς ήθελε να κάνουν οι σταυροφόροι. Τον συμβούλεψε να συγκρατηθεί και να διατάξει το στρατό να κρατήσει τις θέσεις του στα κάστρα.Έτσι ο Σαλαντίν θα αναγκαζόταν να υποχωρήσει γιατί θα ήταν πολύ δύσκολο να συντηρήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα το στρατό του σε εχθρικό έδαφος.Ο Ραϋμόνδος κατηγορήθηκε για αυτές του τις συμβουλές για δειλία, και αναγκάστηκε να δεχθεί το σχέδιο του Γκυ.
Το σύνολο του σταυροφορικού στρατού με όλους τους σημαντικούς αρχηγούς του και τον Τίμιο Σταυρό προέλασε στην Τιβεριάδα. Όμως, στις 3 Ιουλίου του 1187, εγκλωβίστηκε από το στρατό του Σαλαντίν σε μία άνυδρη πεδιάδα. Την επόμενη ημέρα, οι μουσουλμάνοι άναψαν φωτιές γύρω από τις θέσεις των σταυροφόρων και προστατευμένοι από τον καπνό τους έριχναν συνεχώς βέλη. Όλες οι προσπάθειες του σταυροφορικού στρατού να σπάσει τον κλοιό των μουσουλμάνων απέτυχαν και στο τέλος της ημέρας παραδόθηκαν όλοι, εξαντλημένοι από τη δίψα. Ελάχιστοι γλύτωσαν από αυτήν την καταστροφή.
Ο Σαλαντίν, μετά από αυτή τη σημαντική του επιτυχία, κατέλαβε τα περισσότερα κάστρα και όλες σχεδόν τις πόλεις που κατείχαν οι σταυροφόροι, εκτός από την Τύρο, την Τρίπολη και την Αντιόχεια. Μπήκε θριαμβευτικά στην Ιερουσαλήμ στις 2 Οκτωβρίου, που παραδόθηκε μετά από σύντομη πολιορκία. 88 χρόνια μετά την κατάληψη της πόλης, στη διάρκεια της Α' Σταυροφορίας, από χριστιανούς έπεσε ξανά στα χέρια των μουσουλμάνων. Ο Σαλαντίν είχε κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένος.
[Επεξεργασία] Κήρυξη μίας νέας Σταυροφορίας
Τα νέα της πτώσης της Ιερουσαλήμ συντάραξαν την Ευρώπη. Όπως λέγεται, ο πάπας Ουρβανός Γ' πέθανε συγκλονισμένος από την είδηση αυτή. Ο νέος πάπας, Γρηγόριος Η', εξέδωσε παπικό διάταγμα (βούλλα) για μια νέα σταυροφορία και κάλεσε τους χριστιανούς σε νηστεία και μετάνοια. Ιταλοί υπό τον μαρκήσιο του Μομφερρά, Κορράδο, έσπευσαν να βοηθήσουν τους χριστιανούς της Παλαιστίνης, ενώ ο πάπας Γρηγόριος έστειλε τον καρδινάλιο-λεγάτο Ερρίκο του Αλμπάνο στη Γαλλία και στη Γερμανία. Ο αυτοκράτορας της Γερμανίας Φρειδερίκος Α' Βαρβαρόσσας, που ήταν και βετεράνος της Β' Σταυροφορίας, απάντησε θετικά στο κάλεσμα του πάπα και πήρε το σταυρό το Μάρτιο του 1188.
Στο μεταξύ, το φθινόπωρο του 1187 ο Γουλιέλμος Β’ της Σικελίας έστειλε στόλο αποτελούμενο από εξήντα πλοία μαζί με διακόσιους ιππότες, κάτω από τη διοίκηση του ναυάρχου του Μαργαριτώνη, να περιπολεί τα παράλια της Παλαιστίνης συστηματικά για να μην επιτρέψει στον Σαλλαδίνο να κατακτήσει κανένα από τα λιμάνια που είχαν τόσο ζωτική σημασία για το Λατινικό Βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Ο Μαργαριτώνης υποχρέωσε το 1188 τον Σαλλαδίνο να λύσει την πολιορκία του κάστρου Κρακ των Ιπποτών (Krak des Chevaliers), των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη, κοντά στην Τρίπολη της Συρίας. Τον επόμενο χρόνο έλυσε πολιορκίες στο κάστρο του Μαργκάτ, στη Λαττάκια (Λαοδίκεια) και στην Τύρο.
Παράλληλα, ο αρχιεπίσκοπος της Τύρου, Γιόσιους (Ιωσίας), πήγε στην Ευρώπη να ζητήσει βοήθεια. Στις 22 Ιανουαρίου του 1189 στη Νορμανδία, κήρυξε τη σταυροφορία μπροστά στο βασιλιά της Αγγλίας, Ερρίκο Β', το Γάλλο βασιλιά, Φίλιππο Αύγουστο, και άλλους ισχυρούς φεουδάρχες, από την Αλσατία, τις Κάτω Χώρες, και αλλού. Ο Άγγλος βασιλιάς άρχισε αμέσως τις προετοιμασίες για τη σταυροφορία, και μάλιστα επέβαλλε στους υπηκόους του έναν καινούργιο φόρο, τη δεκάτη του Σαλαδίνου, αλλά πέθανε πολύ σύντομα. Στο θρόνο τον διαδέχθηκε ο γιος του, Ριχάρδος Α', που συνέχισε τις προετοιμασίες.
[Επεξεργασία] Η πορεία των Γερμανών
Ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσσας ξεκίνησε το Μάιο του 1189 επικεφαλής ισχυρού στρατεύματος, έχοντας προηγουμένως κάνει συμφωνία με το βασιλιά της Ουγγαρίας Μπέλα Γ' και το Βυζαντινό αυτοκράτορα Ισαάκιο Β'. Ο Φρειδερίκος διέσχισε ειρηνικά την Ουγγαρία, αλλά όχι και τα βυζαντινά εδάφη. Η καχυποψία μεταξύ των δύο πλευρών και η αντιφατική πολιτική του Ισαάκιου διέλυσαν τις όποιες ελπίδες για κοινή δράση των δύο ηγεμόνων. Η καθυστέρηση των Γερμανών στην περιοχή ήταν μεγάλη, και έτσι αναγκάστηκαν να διαχειμάσουν στην Αδριανούπολη, όπου παρέμειναν ως την άνοιξη του 1190. Ο Φρειδερίκος σκεφτόταν να επιτεθεί κατά της Κωνσταντινούπολης και ζήτησε βοήθεια από τα ναυτικά κράτη της Ιταλίας για να αποκλειστεί η πόλη από τη θάλασσα, και από τον πάπα να κηρύξει σταυροφορία κατά των Βυζαντινών. Τελικά, όμως, δεν πραγματοποιήθηκαν αυτά τα σχέδια. Τα γερμανικά στρατεύματα πέρασαν στην Μικρά Ασία από την Καλλίπολη, με τη βοήθεια του βυζαντινού στόλου. Οι Γερμανοί συνέχισαν την πορεία τους με κάποιες μικροσυμπλοκές με τους Βυζαντινούς, μέχρι που εισήλθαν στην τουρκική επικράτεια. Ο Φρειδερίκος νίκησε τους Σελτζούκους του Ικονίου σε τρεις μάχες, στο Φιλομήλιο, στο Γιγκλάριο και στο Ικόνιο. Στις αρχές Ιουνίου οι Γερμανοί στρατοπέδευσαν στην όχθη του ποταμού Καλίκαδνου. Στις 10 Ιουνίου ο Φρειδερίκος πνίγηκε στο ποτάμι προσπαθώντας να το διαβεί έφιππος. Την ηγεσία του στρατεύματος ανέλαβε ο γιος του Φρειδερίκος της Σουηβίας, και με σημαντικές απώλειες από τον Σαλαντίν, οι σταυροφόροι κατάφεραν να φτάσουν στην Αντιόχεια. Από εκεί το μεγαλύτερο μέρος τους επέστρεψε στη Γερμανία. Ο Σαλαντίν και οι υπόλοιποι μουσουλμάνοι άρχοντες, που είχαν θορυβηθεί από τη σταυροφορία των Γερμανών, χάρηκαν με τον τρόπο που κατέληξε και τον απέδωσαν στο χέρι του Θεού.
[Επεξεργασία] Η πορεία των Άγγλων και των Γάλλων
Οι δύο άλλοι Ευρωπαίοι βασιλείς που επρόκειτο να συμμετάσχουν στη σταυροφορία, ο Ριχάρδος Α' και ο Φίλιππος Β' ήταν δύο ολότελα διαφορετικοί χαρακτήρες. Είχαν καταφέρει, όμως, να συμβιβάσουν τις αγγλογαλλικές διαφορές και ξεκίνησαν από τη νότια Γαλλία σαν φίλοι. Στη συνέχεια ακολούθησαν διαφορετικές πορείες, ο Ριχάρδος συναντήθηκε με τον στόλο του στην Μασσαλία και ο Φίλιππος με τον στρατό του κατευθύνθηκε στη Γένοβα, και βρέθηκαν πάλι στην Μεσσήνη της Σικελίας το Σεπτέμβριο του 1190. Ο προηγούμενος βασιλιάς της Σικελίας, Γουλιέλμος Β', που είχε πεθάνει τον προηγούμενο χρόνο, ήταν σύζυγος της αδελφής του Ριχάρδου, Ιωάννας.Ο καινούριος βασιλιάς, Ταγκρέδος Α' αρνιόταν να δώσει στην Ιωάννα τα χρήματα που της άφηνε ο Γουλιέλμος στη διαθήκη του και την είχε ρίξει στη φυλακή. Όταν έφτασε ο Ριχάρδος στη Σικελία απαίτησε να απελευθερωθεί η Ιωάννα και να της δοθούν τόσο τα χρήματα από τη διαθήκη, όσο και η προίκα της. Ο Ταγκρέδος αρνήθηκε να υποκύψει στις αξιώσεις του Ριχάρδου. Τον Οκτώβρη του 1190 ξέσπασε εξέγερση στην Μεσσήνη από τους κατοίκους της που είχαν αναστατωθεί από την παρουσία δύο ξένων στρατών στη Σικελία.Οι εξεγερμένοι απαιτούσαν από τους Σταυροφόρους να φύγουν από τη Σικελία. Ο Ριχάρδος αντιδρώντας διέταξε τα στρατεύματά του να επιτεθούν στην Μεσσήνη, την οποία και κατέλαβαν στις 4 Οκτωβρίου του 1190 και ύστερα την λεηλάτησαν και την έκαψαν.Τελικά, τον Μάρτιο του 1191, ο Ταγκρέδος, ο Ριχάρδος και ο Φίλιππος ήρθαν σε συμφωνία με την οποία οι αξιώσεις του Ριχάρδου σχετικά με την Ιωάννα ικανοποιούνταν, ο Ριχάρδος και ο Φίλιππος αναγνώριζαν ως βασιλιά της Σικελίας τον Ταγκρέδο (αν και η νόμιμη διάδοχος ήταν η θεία του Γουλιέλμου, Κωνσταντία) και τέλος, ο Ριχάρδος αναγνώριζε ως νόμιμο διάδοχό του τον ανηψιό του Αρθούρο της Βρετάνης, ο οποίος μόλις ενηλικιωνόταν θα παντρευόταν με μία κόρη του Ταγκρέδου.
Οι δύο στρατοί αφού τακτοποιήθηκαν οι εκκρεμότητες στη Σικελία, αναχώρησαν από εκεί για την Παλαιστίνη,στις 30 Μαρτίου ο Γαλλικός, και στις 10 Απριλίου ο Αγγλικός. Ο στόλος του Ριχάρδου μετά από μία καταιγίδα προσορμίστηκε στην Κύπρο.Είχαν χάσει μερικά καράβια από την καταιγίδα, και σε ένα από αυτά βρίσκονταν η Ιωάννα, η Βερεγγάρια (μέλλουσα σύζυγος του Ριχάρδου) και ένα μεγάλο τμήμα των χρημάτων που είχαν συγκεντρωθεί για τη σταυροφορία. Λίγες ημέρες αργότερα ανακάλυψαν ότι οι επιβάτες (και μαζί τους τα χρήματα) είχαν αιχμαλωτιστεί από τον ηγεμόνα της Κύπρου, τον Ισαάκιο Κομνηνό, τον άνθρωπο που έπαιξε τον κυριότερο ρόλο στην απόσχιση της Κύπρου από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο Ριχάρδος κυρίεψε την Κύπρο, απελευθέρωσε τους δικούς του, αιχμαλώτισε τον Ισαάκιο Κομνηνό και πούλησε αμέσως το νησί στους Ναΐτες Ιππότες αλλά μετά από ένα χρόνο αυτοί εκδιώχθηκαν από αυτό. Τότε ο Ριχάρδος το παραχώρησε στον έκπτωτο Γάλλο βασιλιά της Ιερουσαλήμ Γκι ντε Λουζινιάν, σαν αντάλλαγμα για την παραίτησή του από τα δικαιώματά του στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Πριν φύγει από την Κύπρο, ο Ριχάρδος τέλεσε τους γάμους του με την Βερεγγάρια.
Ο Φίλιππος έφτασε στην Άκρα στις 20 Μαΐου 1191 για να ενισχύσει τους σταυροφόρους που ήδη πολιορκούσαν την πόλη. Ο Ριχάρδος έφτασε στην Άκρα στις 8 Ιουνίου 1191.
[Επεξεργασία] Η πολιορκία της Άκρας
Ήταν ένα σημαντικό κέντρο του βασιλείου της Ιερουσαλήμ, με ένα πολύ σημαντικό λιμάνι και αγαπημένος τόπος κατοικίας πολλών ιπποτών και αξιωματούχων με τις οικογένειές τους. Είχε πέσει, όμως, αμαχητί στα χέρια του Σαλαντίν τον Σεπτέμβριο του 1187. Ο Σαλαντίν φεύγοντας, άφησε ως διοικητή της πόλης τον καλύτερο μηχανικό του, Μπαχά Εν Ντιν Καρακούς, με την εντολή να κάνει ότι μπορεί για να μετατρέψει την Άκρα σε απόρθητο φρούριο.
Η πολιορκία της από τους σταυροφόρους άρχισε με πολύ παράξενο τρόπο. Τον Απρίλιο του 1189 ο Σαλαντίν απελευθέρωσε τον Γκυ ντε Λουζινιάν αφού ορκίστηκε να μην πολεμήσει ποτέ ξανά εναντίον των μουσουλμάνων (όρκο που δεν τήρησε μετά την απελευθέρωσή του επικαλούμενος την άποψη ενός ανώτατου ιεράρχη που δεν θεωρούσε τον όρκο δεσμευτικό επειδή είχε δοθεί σε έναν άπιστο). Αφού απελευθερώθηκε, ο Γκυ προσπάθησε να εγκαταστήσει την έδρα του στην Τύρο. Όμως ο Κορράδος του Μομφερρά, ο οποίος είχε ηγηθεί της επιτυχημένης άμυνας στην πολιορκία από τον Σαλαντίν, αρνήθηκε να του την παραδώσει με τη δικαιολογία ότι μαζί με την Ιερουσαλήμ ο Γκυ είχε χάσει και το βασιλικό αξίωμά. Ο Γκυ δεν είχε τρόπο να τον πιέσει, αλλά στρατοπέδευσε έξω από τα τείχη της Τύρου με όσους πολεμιστές μπόρεσε να μαζέψει. Εκείνη την περίοδο έφτασε στην Άκρα με 52 πλοία ένας σταυροφορικός στρατός υπό τον αρχιεπίσκοπο Ουμπάλδο και μαζί του 2 σώματα Ιταλών μηχανικών. Ο Γκυ κατάφερε να τους πάρει με το μέρος του, αλλά και το στόλο που είχε στείλει ο Γουλιέλμος Β ' της Σικελίας για να ενισχύσει την Τύρο την εποχή που πολιορκούνταν από τον Σαλαντίν. Μετά από αυτήν την επιτυχία αποφάσισε να φύγει από την Τύρο και να κατευθυνθεί προς την Άκρα. Η αιφνιδιαστική επίθεση που επιχείρησε εναντίον της πόλης απέτυχε, και τότε απέκλεισε την Άκρα με 600 ιππότες και 7.000 πεζούς.
Μετά την είδηση του θανάτου του Γουλιέλμου Β' στις 11 Νοεμβρίου του 1189, ο Μαργαριτώνης οδήγησε το στόλο του πίσω στη Σικελία, αλλά γρήγορα το κενό αναπληρώθηκε από έναν στόλο Δανών και Φρισίων και από ομάδες Γάλλων, Γερμανών, Φλαμανδών και Ιταλών σταυροφόρων. Η είδηση της πολιορκίας της Άκρας εξαπλώθηκε με μεγάλη ταχύτητα σε όλη την Ευρώπη και πολλοί ξακουστοί και ισχυροί φεουδάρχες έσπευδαν να λάβουν μέρος σε αυτή. Ταυτόχρονα, ο ίδιος ο Σαλαντίν έφτασε στα περίχωρα της Άκρας με αρκετούς πολεμιστές του και στρατοπέδευσε λίγα χιλιόμετρα ανατολικά του στρατοπέδου των σταυροφόρων, προσπαθώντας να περνά τρόφιμα και εφόδια μέσα στην πόλη ενώ εμπόδιζε τον δια ξηράς ανεφοδιασμό των πολιορκητών από την Τύρο.
Ο Γκυ καταλάβαινε ότι όσο ο Σαλαντίν και ο στρατός του βρισκόταν στα νώτα του θα ήταν αδύνατη η κατάληψη της Άκρας. Γι'αυτό στις 4 Οκτωβρίου του 1189 εξαπέλυσε επίθεση εναντίον του στρατοπέδου του Σαλαντίν. Στην επίθεση μάλιστα συμμετείχε και ο Κορράδος του Μομφερρά που οι σχέσεις του με τον Γκυ είχαν βελτιωθεί λίγο. Η μάχη διήρκεσε όλη σχεδόν την ημέρα αλλά ούτε οι σταυροφόροι κατάφεραν να αναγκάσουν τον Σαλαντίν να υποχωρήσει ούτε ο Σαλαντίν κατάφερε να διασπάσει την πολιορκία. Με τον καιρό η πολιορκία οδηγήθηκε σε τέλμα. Η φρουρά της Άκρας συνέχισε να αντιστέκεται και πότε πότε ενισχυόταν με εφόδια που κατάφερναν να σπάνε τον ναυτικό αποκλεισμό των σταυροφόρων. Οι σταυροφόροι έφτιαξαν υψηλά αναχώματα γύρω από τα στρατόπεδά τους για να μπορούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικότερα μία επίθεση του Σαλαντίν στα νώτα τους και συνέχισαν να δέχονται εφόδια και ενισχύσεις με πλοία που ξεκινούσαν από την Τύρο, την Κύπρο και την Ευρώπη. Ο Σαλαντίν εξακολουθούσε να ελέγχει τις χερσαίες οδούς συγκοινωνιών και να κρατά τους πολιορκητές περιορισμένους, αλλά δεν μπορούσε να άρει την πολιορκία της Άκρας. Σε αυτήν τη στάσιμη κατάσταση κάποιοι από τους αντιμαχόμενους άρχιζαν να γνωρίζονται και να αλληλοπροσκαλούνται σε γιορτές και διασκεδάσεις που διοργανώνονταν σε κάποιο από τα δύο στρατόπεδα.Αυτό το φαινόμενο προκαλούσε έκπληξη και φρίκη στους νεοφερμένους των δύο στρατοπέδων που είχαν έρθει για Ιερό Πόλεμο.
Συνεχώς έφθαναν νέοι σταυροφόροι από πολλές χώρες της Ευρώπης, ακόμη και από την Ουγγαρία.Αλλά στο σταυροφορικό στρατόπεδο άρχισαν να αντιμετωπίσουν προβλήματα σίτισης. Από την άλλη ο στρατός του Σαλαντίν άρχισε να διαλύεται επειδή πολλοί πολεμιστές αποφάσιζαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους παρά να κάθονται άπραγοι έξω από την Άκρα. Η πολιορκία συνεχίστηκε με τους σταυροφόρους να κατασκευάζουν τρεις μεγάλους ξύλινους πολιορκητικούς πύργους και να τους ρίχνουν στην μάχη στα τέλη του Απριλίου του 1190. Οι πολιορκημένοι προσπάθησαν να τους καταστρέψουν, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Πρότειναν να παραδοθούν, αλλά οι σταυροφόροι αρνήθηκαν. Μέσα στην απόγνωσή τους εφάρμοσαν την ιδέα ενός νεαρού κατασκευαστή καζανιών από τη Δαμασκό και πέτυχαν να πυρπολήσουν τον πρώτο πολιορκητικό πύργο και να σκοτώσουν όλους όσους ήταν μέσα. Οι σταυροφόροι τράπηκαν σε φυγή και η φρουρά της Άκρας έκανε μία γρήγορη έξοδο με την οποία κατέστρεψε τους άλλους δύο. Τον Μαΐο του 1190 ο Σαλαντίν επιτέθηκε αρκετές φορές εναντίον των σταυροφόρων, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τον Ιούλιο ήρθε η σειρά των σταυροφόρων να επιτεθούν στο στρατό του Σαλαντίν, αλλά και αυτοί χωρίς αποτέλεσμα.