Βαράγγοι
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οι Βαράγγοι είναι αρχαίος σκανδιναβικός λαός, ο οποίος έπαιξε ρόλο στην ιστορία της Ρωσίας και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο ρόλος των Βαράγγων στη ρωσική ιστορία υπήρξε τόσο κομβικός, που ακόμα και το όνομα "Ρωσία" είναι βαραγγικό και όχι σλαβικό. Ασχολούνταν κυρίως με τον πόλεμο (ως μισθοφόροι), την πειρατεία και το εμπόριο.
Αρχικά ο χαρακτήρας των Βαράγγων ήταν πολεμικός, όπως των βίκινγκ συγγενών τους. Κατοικούσαν στα εδάφη της σημερινής Δανίας και Σουηδίας, χωρίς να αναπτύξουν αξιόλογο πολιτισμό. Στο ιστορικό προσκήνιο εμφανίζονται κατά τα τέλη του 8ου αιώνα μ.Χ., όταν άρχισαν να μετακινούνται ανοργάνωτα προς τα ανατολικά και τα νοτιοανατολικά.
Πίνακας περιεχομένων |
[Επεξεργασία] Οι Βαράγγοι Ρως
Για το κράτος των Ρως υπάρχουν δύο θεωρίες. Η πρώτη ονομάζεται νορμανιστική και αναγνωρίζει στους βαράγγους τον κύριο ρόλο στη συγκρότηση και διοίκηση του κράτους, ενώ η δεύτερη (αντι-νορμανιστική) θεωρεί το κράτος ως καθαρά σλαβικό. Γενικά στους επιστημονικούς κύκλους είναι αποδεκτή η πρώτη προσέγγιση.
Οι νορμανιστές βασίζονται στο Πρώτο Χρονικό, την πρώτη γραπτή ρωσική ιστορία, όπου όμως είναι δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ αλήθειας και μύθου. Περιληπτικά, κατά το Πρώτο Χρονικό, ήταν σκληροί πολεμιστές, που το έτος 6367 (859 μΧ) εισέπραξαν φόρο υποτέλειας από τα φιννικά και σλαβικά φύλα της σημερινής βορειοδυτικής Ρωσίας. Το 862 οι υποτελείς εξεγέρθηκαν και τους εξεδίωξαν, αλλά αμέσως μετά άρχισαν να πολεμούν μεταξύ τους! Τότε κάλεσαν το βασιλιά Ρούρικ και τους αδελφούς του Τρούβορ και Σινέα, αρχηγούς της βαραγγικής φυλής Ρως - τους προσέφεραν γη και ύδωρ, υπό τον όρο ότι θα έπαιζαν το ρόλο του επιδιαιτητή στις διαφορές τους και θα διασφάλιζαν την ειρήνη. Οι Ρως δέχθηκαν την πρόταση, και δημιούργησαν τους πρώτους οικισμούς τους στη Λάντογκα και στην περιοχή γύρω από το Νόβγκοροντ.
Πολλοί ιστορικοί αμφισβητούν την ύπαρξη του Ρούρικ και την ορθότητα των ημερομηνιών του Πρώτου Χρονικού, ιδιαίτερα αν συγκριθούν με αυτές των εγκυρότερων βυζαντινών πηγών (βλ. παρακάτω). Όλοι πάντως συμφωνούν ότι η εγκατάσταση των βαράγγων στα σλαβικά εδάφη έγινε σταδιακά μεταξύ 8ου και 9ου αιώνα. Σύντομα οι Ρως, εκμεταλλευόμενοι τη στρατιωτική υπεροχή τους και τις έριδες μεταξύ των τοπικών σλαβικών φύλων, κυριάρχησαν στο εμπόριο και ίδρυσαν το πρώτο Κράτος των Ρως στο Κίεβο, δίνοντας το όνομά τους σε ολόκληρη τη χώρα: Ρωσία. Στο νέο κράτος η στρατιωτική και διοικητική αριστοκρατία ήταν βαραγγική και αποκαλούνταν Ρουρικίδες, δηλ. παιδιά του Ρούρικ, ενώ η σύνθεση του απλού λαού σλαβική. Σύντομα προσπάθησαν να μιμηθούν τους πλουσιότερους και πιο ανεπτυγμένους νότιους γείτονές τους, τους βυζαντινούς: εισήγαγαν το χριστιανισμό (μετά το γάμο του Βλαδιμήρου του Κιέβου με τη βυζαντινή πρικίπισσα Άννα) και είχαν μόνιμες οικονομικές και πολιτιστικές επαφές με την Πόλη. Γρήγορα όμως, οι βαράγγοι αφομοιώθηκαν στο πολιτισμικό επίπεδο από το πληθυσμιακά υπέρτερο σλαβικό στοιχείο. Αν και παρέμειναν η άρχουσα τάξη του κράτους, η εθνική τους συνείδηση σταδιακά έγινε σλαβική. Η γλώσσα τους εξαφανίσθηκε το 13ο αιώνα.
Η αντι-νορμανιστική θεωρεί διαφωνεί με τα παραπάνω. Οι εκπρόσωποί της είναι κυρίως σλάβοι, οι οποίοι από το 19ο αι. υποστηρίζουν πως οι βαράγγοι ήταν απλοί μισθοφόροι που στρατολογήθηκαν στα ήδη υπάρχοντα σλαβικά βασίλεια. Οι ιστορικοί αυτοί ετυμολογούν τον όρο Ρως από άλλες προελεύσεις. Δέχονται ότι κάποιοι από τους βαράγγους ανέλαβαν ανώτερα αξιώματα λόγω της ικανότητάς τους στον πόλεμο, αλλά τίποτα πέραν τούτου. Γενικά πάντως η ιστοριογραφία καταγράφει την άποψή τους ως λανθασμένη και συνδεδεμένη με τον πανσλαβισμό, κυρίαρχη ιδεολογία στο σλαβικό κόσμο κατά το 19ο αιώνα.
[Επεξεργασία] Οι Βαράγγοι στο Βυζάντιο
Πριν ακόμα εγκατασταθούν στη Ρωσία, οι Βαράγγοι είχαν αναπτύξει εμπορικές σχέσεις με τους βυζαντινούς, οι οποίοι τους ονόμαζαν επίσης Αβαρυάγους. Το 839 ο αυτοκράτορας Θεόφιλος στρατολογεί κάποιους ως μισθοφόρους, και από τότε ξεκινά μια σχέση 'αγάπης και μίσους'. Άλλοτε υπηρετούσαν ως μισθοφόροι, άλλοτε επέδραμαν ως εχθροί. Μεταξύ 860 και 1043 έχουν καταγραφεί 7 εκστρατείες των Ρως εναντίον της Κωνσταντινούπολης - καμμία από αυτές δεν ήταν νικηφόρα αφού οι βυζαντινοί υπερτερούσαν στρατιωτικά, τόσο σε στρατό όσο και εξοπλισμό, ιδιαίτερα με το 'υγρό πυρ'. Εμμέσως όμως οι Ρως αποκόμιζαν κάποια οφέλη από την επαναδιαπραγμάτευση των εμπορικών συμφωνιών που συνόδευαν τις συνθήκες ειρήνης.
Το 949 βαράγγοι μισθοφόροι υπηρετούν στο στρατό του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, στην εκστρατεία του κατά της Κρήτης. Συμπεριλαμβάνονται επίσης στις δυνάμεις που πολέμησαν εναντίον των Αράβων στη Συρία το 955. Μετά από αυτόν τον πόλεμο αναβαθμίζονται σε μέλη της επίλεκτης Αυτοκρατορικής Φρουράς.
Το 988 ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β' (Βουλγαροκτόνος) ζήτησε βοήθεια από το βαράγγο ηγεμόνα Βλαδίμηρο του Κιέβου, για να υπερασπισθεί το θρόνο του. Ο Βλαδίμηρος έστειλε ένα σώμα 6.000 ανδρών και σαν αντάλλαγμα έλαβε την Άννα, αδελφή του αυτοκράτορα - άλλη μία σύζυγος, ανάμεσα σε ακόμα τέσσερις συζύγους και οκτακόσιες παλλακίδες. Τον επόμενο χρόνο, το εκστρατετικό σώμα αποβιβάσθηκε στη Χρυσούπολη και συγκρούσθηκε με τα στρατεύματα του επαναστάτη Φώκου. Κατά τη διάρκεια της μάχης ο Φώκος υπέστη εγκεφαλικό στη θέα των βαράγγων πολεμιστών, πέθανε επί τόπου και ο στρατός του τράπηκε σε φυγή. Σύμφωνα με αφηγήσεις της εποχής ήταν απίστευτη η αγριότητα των βαράγγων, οι οποίοι καταδίωκαν τους πολεμιστές του Φώκου και διασκέδαζαν κόβοντάς τους κομματάκια.
Η δυσπιστία του Βασιλείου προς τους ντόπιους στρατιώτες, αλλά και η αποδεδειγμένη αξιοπιστία των βαράγγων μισθοφόρων, οδήγησε τον αυτοκράτορα στη δημιουργία ειδικού τάγματος σωματοφυλάκων που αποκλήθηκε 'Τάγμα των Βαραγγίων' ή 'Βαραγγική Φρουρά'. Με το πέρασμα των χρόνων, οι επόμενοι αυτοκράτορες στρατολογούσαν νέους μισθοφόρους και από άλλους λαούς του βορρά - Νορβηγοί, Σουηδοί, Δανοί. Σε αυτούς προστέθηκαν και Αγγλοσάξονες πρόσφυγες, μετά τη νορμανδική εισβολή στην Αγγλία. Σε αντίθεση με τους βυζαντινούς στρατιώτες, που ήταν συνήθως επιρρεπείς σε πραξικοπήματα βάσει προσωπικών φιλοδοξιών των στρατηγών, η Βαραγγική Φρουρά είχε το χαρακτηριστικό της απόλυτης πίστης στο θρόνο και όχι στα πρόσωπα. Κύριο όπλο της ήταν το μακρύ τσεκούρι, αλλά ήταν καλή και στη χρήση του σπαθιού και του τόξου.
Ίσως οι αναφορές στη μέχρι θανάτου πίστη της Βαραγγικής Φρουράς στο θρόνο να είναι υπερβολικές. Έχει καταγραφεί μέχρι και πραξικόπημα το 1071, όταν ο Ρωμανός Διογένης συγκρουόταν ανεπιτυχώς με τον τούρκο σουλτάνο Αλπ Αρσλάν στην ανατολή. Επικεφαλής της κίνησης ήταν ο θετός γιος του αυτοκράτορα Ιωάννης Δούκας. Αυτός χώρισε τους βαράγγους σε δύο τμήματα - ένα πήγε στο παλάτι και ανακήρυξε νέο αυτοκράτορα το Μιχαήλ Ζ' Δούκα (Παραπινάκη), και το άλλο συνέλαβε την Ευδοκία, σύζυγο του Ρωμανού.
Πέρα από την προστασία του αυτοκράτορα σε καιρό ειρήνης, η Φρουρά συμμετείχε ενεργά ως επίλεκτο σώμα και στους πολέμους. Ήταν παρόντες στη μάχη της Βέρροιας υπό τον Ιωάννη Β' Κομνηνό, ενώ κατά την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204) ήταν το μόνο τμήμα του στρατού που κατάφερε να νικήσει τους Φράγκους στη ζώνη ευθύνης του.
[Επεξεργασία] Παραλειπόμενα
- Οι πολεμικές μέθοδοι αλλά και οι καθημερινές συνήθειες των μελών της Βαραγγικής Φρουράς είχαν γίνει πολλές φορές αντικείμενο σαρκασμού. Ο απλός λαός τους αποκαλούσε πελεκοφόρους βαρβάρους και βασιλικές κρασοσακούλες για τη ροπή που έδειχναν προς το αλκοόλ. Αυτό έφερε πολλές φορές τον αυτοκράτορα σε δύσκολη θέση, ακόμα και μπροστά σε ξένους ηγεμόνες που επισκέπτονταν την Κωνσταντινούπολη - χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του δανού βασιλιά Ερρίκου, που το 1103 ζήτησε από τον αυτοκράτορα να τους επιβάλει ένα πιο σοβαρό τρόπο συμπεριφοράς!
- Το πιο διάσημο μέλος της Βαραγγικής Φρουράς υπήρξε ο Χάραλντ Σίγκουρντσον. Γεννημένος στη Νορβηγία το 1015 και φυγάς μετά το πραξικόπημα κατά του πατέρα του, κατέφυγε αρχικά στους Ρως μέχρι που στα είκοσί του στρατολογήθηκε από τους βυζαντινούς. Αργότερα επέστρεψε στη Νορβηγία, όπου το 1046 ανακηρύχθηκε βασιλιάς ως Χάραλντ Γ'. Το 1066 εισέβαλε στην Αγγλία, αλλά η εκστρατεία απέτυχε και ο ίδιος σκοτώθηκε στη μάχη της γέφυρας Στάμφορντ. Για τις μεθόδους του ο Χάραλντ έμεινε στην ιστορία με το προσωνύμιο Hardråde, δηλ. αδίστακτος.
- Άλλο επιφανές μέλος της φρουράς ήταν ο Έντγκαρ Έθελιγκ (ο Παράνομος, επίσης ο χαμένος βασιλιάς) στα τέλη του 11ου αι. Γεννήθηκε το 1051 στο Κίεβο ή τη Βουδαπέστη και στην εφηβεία του ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Αγγλίας, αλλά ουδέποτε φόρεσε το στέμμα (από ένα παιχνίδι της τύχης, εάν αναγνωριζόταν πραγματικά ως βασιλιάς της Αγγλίας, θα ήταν αντίπαλος του προαναφερθέντος Χάραλντ Σίγκουρντσον όταν ο τελευταίος εισέβαλε στην Αγγλία). Μετά από αποτυχημένες προσπάθειες να προκαλέσει εμφύλιο πόλεμο για να πάρει το θρόνο, ο Έντγκαρ κατέφυγε στο Βυζάντιο. Κατά την Α' Σταυροφορία, με εντολή του αυτοκράτορα Αλέξιου, συγκρότησε ένα ναυτικό σώμα ανεφοδιασμού των σταυροφόρων που πολιορκούσαν την Αντιόχεια. Αργότερα επέστρεψε στην Αγγλία, όπου έλαβε χάρη και πέθανε ξεχασμένος στα 75 χρόνια του.