Βάκχαι (τραγωδία)
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οι Βάκχες είναι τραγωδία του Ευριπίδη. Γράφτηκε το 407 π.Χ., όταν ο ποιητής βρισκόταν στην Πέλλα της Μακεδονίας, στην αυλή του βασιλιά Αρχέλαου, και σκηνοθετήθηκε από το γιο του το 405 π.Χ. στην Αθήνα. Η τραγωδία αυτή διδάχθηκε (παίχτηκε) μετά τον θάνατο του δημιουργού της του Ευριπίδη.
Το έργο Βάκχαι έχει γνήσια Διονυσιακή υπόθεση, εξιστορεί δηλαδή την έλευση του Βάκχου (Διονύσου) στη Θήβα κατά την οποία ο Πενθέας φονεύεται από την μητέρα του Αγαύη, διότι αντέστει στη λατρεία του νέου θεού.
Μερικοί στηριζόμενοι σε κάποιες εσωτερικές μαρτυρίες και αναφορές πιστεύουν πως το έργο γράφτηκε για να διδαχτεί σε δραματικούς αγώνες που οργάνωσε ο Μακεδόνας βασιλιάς προς τιμή των Μουσών και του Διονύσου.
Η Τραγωδία αυτή παίχτηκε και στην παρθική βασιλική αυλή όπως ιστορεί ο Πλούταρχος (Κράσ. 33).
[Επεξεργασία] Σχετικά έργα
Το μύθο του Θηβαίου θεομάχου είχε πραγματευτεί και ο Αισχύλος σε μια τετραλογία που περιείχε μια τραγωδία με τον τίτλο Πενθεύς. Για το δράμα αυτό δεν γνωρίζουμε τίποτε. Ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος αναφέρει πως είχε το ίδιο θέμα με τις Βάκχες. Μια άλλη τετραλογία του Αισχύλου, η Λυκουργεία, πραγματευόταν την ασέβεια και την τιμωρία του βασιλιά της θράκης Λυκούργου. Μερικοί πιστεύουν πως κάποια μοτίβα των Βακχών αντιγράφουν τη Λυκούργεια.
[Επεξεργασία] Η υπόθεση του έργου
Στο έργο του Ευριπίδη, συνυπάρχουν το τραγικό, το δραματικό και το θεατρικό στοιχείο. Είναι το μοναδικό έργο της αρχαιότητας, όπου ο Διόνυσος πρωταγωνιστεί ως ανθρωποποιημένος θεός, καθώς αυτό αποτελεί το δράμα του θεού, που είναι το δράμα του ανθρώπου. Δραματοποιούνται τα Θεοφάνια του Διόνυσου και εξανθρωπίζεται το θείο. Μια καινούργια θρησκεία απειλή, μια νέα δύναμη εισχωρεί που θέλει να επιβάλει τη δική της λατρεία.
Ο Διόνυσος, γιος του Δία και της κόρης του Κάδμου Σεμέλης, φτάνει στη Θήβα με μορφή ανθρώπου, για να επιβάλει τη λατρεία του. Οι κόρες του Κάδμου αμφισβητούν τη θεϊκή του καταγωγή και τρελαίνονται από το θεό και ως Μαινάδες παρέμεναν στο Κιθαιρώνα. Ο Πενθέας, γιος της Αγαύης αποφασίζει να στραφεί ενάντια στις Μαινάδες. Συνέλαβε το Διόνυσο, αυτός ελευθερώθηκε και με σεισμό κατέστρεψε το παλάτι. Στη συνέχεια ο Πενθέας μεταμορφώνεται σε Μαινάδα, όταν έφτασε στο βουνό, οι μαινάδες με πρώτη τη μητέρα του τον διαμέλισαν. Η Αγαύη επιστρέφει θριαμβευτικά αλλά ο Κάδμος τη κάνει να συνειδητοποιήσει τι έπραξε. Το έργο κλίνει με την εμφάνιση του Διόνυσου ως θεού. Δεν υπάρχει πρόσωπο στο έργο που δεν θα μεταμορφωθεί, ο ίδιος ο θεός μεταμορφώνεται από ζώο σε θνητό, ο Πενθέας από βασιλιάς γίνεται μαινάδα, ηδονοβλεψίας, αδύναμο παιδί, ελάφι σφάγιο.
[Επεξεργασία] Τα πρόσωπα του έργου
Διόνυσος (με τη μορφή θνητού): Ανοίγει την παράσταση. Γιος του Διός και της Σεμέλης. Κατά τη διάρκεια του έργου δε φανερώνει την πραγματική του ταυτότητα, αλλά εμφανίζεται σαν ακόλουθος του Διονύσου.
Χορός: Γυναίκες από τη Λυδία. Βάκχες, ακόλουθες του Διονύσου.
Τειρεσίας: Μάντης. Είναι υποστηρικτής της νέα θρησκείας.
Κάδμος: Ο γηραιότερος από το σόι του Πενθέα. Υποστηρίζει τη νέα θρησκεία, αν και δεν τη πιστεύει, γιατί πιστεύει οτί τιμά τη γενιά του.
Πενθέας: Εγγονός του Κάδμου και βασιλιάς της Θήβας. Διώκει το Διόνυσο με σκοπό να βάλει τάξη στη Θήβα.
Αγαύη: Μητέρα του Πενθέα. Βακχεύει στα όρη, κάτω από την επιρροή του Διονύσου.
Αγγελιαφόρος Α: Βοσκός από τον Κιθαιρώνα.
Αγγελιαφόρος Β: Υπηρέτης του παλατιού.
Διόνυσος (με τη μορφή θεού): Εμφανίζεται στο τέλος του έργου με την πραγματική του μορφή, με σκοπό να εδραιώσει την κυριαρχία του.