Γεωργία Σάνδη
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Amadine-Aurore-Lucile Dupin, αργότερα Βαρόνη Ντουντεβάντ (Dudevant) (1 Ιουλίου 1804 – 8 Ιουνίου 1876) ήταν μια Γαλλίδα μυθιστοριογράφος και πρώιμη φεμινίστρια (προ της επινόησης του όρου) πού συνέγραφε με το συγγραφικό ψευδώνυμο Γεωργία Σάνδη (George Sand).
Γεννημένη στο Παρίσι από πατέρα αριστοκρατικής γενιάς και "κοινή" μητέρα, η Σάνδη ανατράφηκε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής της ηλικίας από την γιαγιά της στο πατρικό της κτήμα, στο Nohant, στην Γαλλική περιοχή του Μπερρύ, μια τοπογραφία που αργότερα χρησιμοποιήθηκε σε πολλά μυθιστορήματά της. Το 1822 παντρεύτηκε τον Βαρόνο Κασιμίρ Ντουντεβάντ, και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Μωρίς (γεν. 1823) και την Σολάνζ (γεν. 1828). Το 1835 εγκατέλειψε τον σύζυγό της, παίρνοντας μαζί της τα παιδιά.
Το πρώτο της μυθοστόρημα, "Rose et Blanche" (1831) γράφτηκε σε συνεργασία με τον Ζουλ Σαντό (Jules Sandeau), από τον οποίο πήρε και το ψευδώνυμό της, Σάνδη (Sand).
Αφού άφησε τον άντρα της η Σάνδη έκανε όλο και λιγότερο κρυφή την προτίμησή της στα αντρικά ρούχα σε σχέση με τα γυναικεία, αν και συνέχισε να ντύνεται γυναικεία σε κοινωνικές περιπτώσεις. Αυτή η αντρική "μεταμφίεση" έδωσε την δυνατότητα στην Σάνδη να κυκλοφορεί περισσότερο ελεύθερα στο Παρίσι, και της έδωσε αυξανόμενη πρόσβαση σε μέρη όπου θα την είχαν αρνηθεί σε μια γυναίκα της κοινωνικής της θέσης. Αυτή ήταν μια εξαίρετη πρακτική για τον 19ο αιώνα, όταν οι κοινωνικοί κώδικες – ιδιαίτερα της ανώτερης τάξης – είχαν υψηλή σημασία. Ως συνέπεια η Σάνδη έχασε πολλά από τα προνόμια της ως Βαρόνη. Κατα ειρωνικό τρόπο, μέρος των ηθών της εποχής αυτής επέτρεπε σε γυναίκες των υψηλότερων τάξεων να ζουν σωματικά χωρισμένες από τους συζύγους τους χωρίς να χάνουν το πρόσωπό τους, αν δεν επεδείκνυαν κάποια προσβλητική ανωμαλία προς τον έξω κόσμο.
Συνδέθηκε ρομαντικά με τον Αλφρέντ ντε Μουσσέτ (από το καλοκαίρι του 1833 μέχρι τον Μάρτιο του 1834), τον Φρανζ Λιστ και τον Φρεντερίκ Σοπέν τον οποίο είχε γνωρίσει στο Παρίσι το 1831.
Στην Μαγιόρκα μπορεί κανείς ακόμα να επισκεφτεί το (τότε εγκαταλειμένο) Καρθουσιανό μοναστήρι του Valldemossa, όπου πέρασε τον χειμώνα του 1838-39 μαζί με τον Σοπέν και τα παιδιά της.[1] Το ταξίδι αυτό στη Μαγιόρκα περιγράφηκε στο βιβλίο της Un hiver à Majorque ("Ένας χειμώνας στη Μαγιόρκα"), που εκδόθηκε το 1855.
Άφησε τον Σοπέν λίγο πριν αυτός πεθάνει από φυματίωση.
Στα επιτυχημένα της μυθιστορήματα συμπεριλαμβάνονται τα "Indiana" (1832), "Lélia" (1833), "Mauprat" (1837), "Le Compagnon du Tour de France" (1840), "Consuelo" (1842–1843), και "Le Meunier d'Angibault" (1845).
Εμνευσμένη από τις παιδικές της εμπειρίες στην ύπαιθρο έγραψε τα αγροτικά μυθιστορήματα "La Mare du Diable" (1846), "François le Champi" (1847–1848), "La Petite Fadette" (1849), και "Les Beaux Messieurs Bois-Dore".
Στα επιπλέον θεατρικά και αυτοβιογραφικά της έργα συμπεριλαμβάνονται τα "Histoire de ma vie" (1855), "Elle et Lui" (1859) (για τη σχέση της με τον Musset), "Journal Intime" (μεταθάνατον, 1926), και "Correspondance".
Επιπροσθέτως, η Σάνδη συνέγραψε λογοτεχνικές κριτικές και πολιτικά κείμενα.
Η Γεωργία Σάνδη πέθανε στο Nohant, κοντά στο Σατορού (Chateauroux), στο διαμέρισμς Ιντρ (Indre) της Γαλλίας στις 8 Ιουνίου 1876, σε ηλικία 72 ετών και θάφτηκε στο χώμα του σπιτιού της στο Nohant. Το 2004, προτάθηκαν σχέδια για τη μεταφορά των λειψάνως της στο Πάνθεον στο Παρίσι.
Ο Βίκτωρ Ουγκώ θα προσφωνήσει στις 8 Ιουνίου 1876 "Κλαίω μια νεκρή, χαιρετώ μια αθάνατη!"