Ακρωτήριο
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο όρος Ακρωτήριο χρησιμοποιείται ως όρος στη Γεωγραφία, στην Αρχιτεκτονική και στην Ανατομία.
Πίνακας περιεχομένων |
[Επεξεργασία] Γεωγραφία
Ως γεωγραφικός όρος Ακρωτήριο ονομάζεται το τμήμα (απόληξη) της ξηράς που εισχωρεί στη θάλασσα. Ανάλογα της μορφής αυτής της απόληξης χαρακτηρίζεται αυτή ως ακρωτήριο, άκρα, γλώσσα ή κεφαλή.
- Ακρωτήριο συνήθως λέγεται η μεγάλη και ψηλή προεξοχή που σχηματίζουν κατά την προέκτασή τους βουνά (όρη) ή λόφοι δηλαδή οι ακρώρειες αυτών. Η ακτή του ακρωτηρίου είναι είτε απόκρημνη, είτε ομαλή, απαραίτητα όμως ψηλή και ευδιάκριτη από μεγάλη απόσταση.
- Άκρα συνήθως λέγεται η μικρή χαμηλή προς τη θάλασσα προεξοχή της ξηράς που μπορεί να είναι είτε βραχώδης, είτε ομαλή καθώς επίσης και κάθε προεξοχή που δείχνει σαν ακρωτήριο. Η άκρα λέγεται κοινώς και «καβάκι» ή «πούντα».
- Γλώσσα συνήθως λέγεται πολύ χαμηλή αμμώδης προεξοχή ξηράς που δεν παρουσιάζει καμία ανύψωση ακτής. Η γλώσσα συνήθως αναχωρεί από αμμώδη επίσης ακτή. Η γλώσσα χρήζει ιδιαίτερης προσοχής αφού δεν εντοπίζεται εύκολα ακόμα και από το ραντάρ.
- Τέλος, Κεφαλή συνήθως λέγεται η απότομη ανύψωση του τέρματος της ακτής του Ακρωτηρίου ή της Άκρας που συνδέεται με την υπόλοιπη ακτή με χαμηλή λωρίδα γης.
[Επεξεργασία] Αρχιτεκτονική
Στην αρχιτεκτονική «ακρωτήρια» ονομάζονται τα κοσμήματα που τοποθετούνται πάνω ακριβώς από τις τρεις γωνίες του αετώματος των αρχαίων ναών ή νεοκλασικών κτιρίων και τα οποία μπορεί να είναι είτε κεραμικά, είτε μαρμάρινα, είτε σπανιότερα μεταλλικά, και σήμερα ίσως γύψινα ή τσιμέντινα, άλλοτε σε γεωμετρικά σχήματα και άλλοτε με παραστάσεις μυθικών τεράτων ή εκ του φυτικού βασιλείου. Όχι όμως και σπάνια πολυσύνθετες γλυπτές παραστάσεις, έργα τέχνης, με αρχαίες λύρες, γλαύκες (κουκουβάγιες), σφίγγες (όπως στην Ακαδημία Αθηνών σήμερα) ή και ανθρώπινες μορφές. Η ποιο προσφιλής και συνήθης παράσταση ακρωτηρίου ήταν εκείνη της θεάς Νίκης.
[Επεξεργασία] Ανατομία
Στην ανατομία «Ακρωτήριο μέσου ωτός» ονομάζεται μικρή κυρτή προεξοχή του τοιχώματος του εσωτερικού ωτός (αυτιού).